Μάχες του καπετάν Πέτρου κατά του Φασισμού

«Αθανάσιος Διάκος» και «Οδυσσέας Ανδρούτσος»

Στα τέλη Ιουνίου του 1941 η οργάνωση Λάρισας του ΚΚΕ έδωσε εντολή στους καταδιωκόμενους κομμουνιστές του Αλμυρού Θεσσαλίας, με επικεφαλής τον Μήτσο Τσαρδάκα, να οργανωθούν σε ανταρτοομάδες και να συγκεντρωθούν στην Οθρη. Τον Ιούλη του 1941 με απόφαση του Γραφείου Μακεδονίας - Θράκης του ΚΚΕ συγκροτείται στην περιφέρεια της Νιγρίτας η ανταρτοομάδα «Οδυσσέας Ανδρούτσος» με επικεφαλής τον κομμουνιστή δάσκαλο και έφεδρο αξιωματικό Θανάση Γκένιο (καπετάν Λασάνη) και στην περιφέρεια του Κιλκίς η ανταρτοομάδα «Αθανάσιος Διάκος» με επικεφαλής τον έφεδρο αξιωματικό Χρήστο Μόσχο (καπετάν Πέτρο). Το ίδιο διάστημα εμφανίστηκαν αντάρτικες ομάδες στη Δυτική Μακεδονία με το όνομα «Ομάδες Ελευθερίας». Επίσης στα μέσα Ιούλιου με πρωτοβουλία του ΚΚΕ οργανώθηκαν οι πρώτες ομάδες ενόπλων της οργάνωσης «Πατριωτικό Μέτωπο» στην Ήπειρο (επαρχία Παραμυθιάς - Ηγουμενίτσας) και το Νοέμβριο στην περιφέρεια της Άρτας οργανώθηκε ένα στρατιωτικό τμήμα του ΕΑΜ από αξιωματικούς και πολιτικά στελέχη, με στόχο την οργάνωση του αντάρτικου στην περιοχή. Η ομάδα «Οδυσσέας Ανδρούτσος» το Σεπτέμβριο του 1941 αφόπλισε τους σταθμούς χωροφυλακής στα χωριά Μαυροθάλασσα και Ευκαρπία ανατολικά της Νιγρίτας. Η ομάδα «Αθανάσιος Διάκος» ανατίναξε τη σιδηροδρομική γραμμή Μουριών.

Σχετικά με την ανταρτοομάδα «Αθανάσιος Διάκος» θα πρέπει να πούμε ότι στην ίδρυσή της πρωτοστάτησαν διάφορα μέλη της ΟΚΝΕ, του ΚΚΕ και διάφοροι έφεδροι αξιωματικοί. Ορισμένα μέλη της ήταν οι εξής : Χρήστος Μόσχος, Πέτρος Λαζαρίδης, Σωκράτης Λαζαρίδης, Νικόλαος Κιμισκίδης, Βασίλειος Γρηγοριάδης, Νίκος Νικητίδης, Νίκος Αλχατζίδης, Στάθης Σουμελίδης κ.α. Τα μέλη του «Αθανάσιου Διάκου» ανέπτυξαν αξιόλογη αντιστασιακή δράση (σαμποτάζ, επιθέσεις σε κλιμάκια των κατοχικών στρατευμάτων, επιθέσεις και αφοπλισμοί σε σταθμούς χωροφυλακής κ.α.). Το 1942 ο «Αθανάσιος Διάκος» και ο «Οδυσσέας Ανδρούτσος» προσχώρησαν στην αντιστασιακή οργάνωση ΕΑΜ – ΕΛΑΣ.

Ίδρυση της ανταρτοομάδας "Αθανάσιος Διάκος", η δράση της και τα αντίποινα από τις ναζιφασιστικές δυνάμεις κατοχής

Το ολοκαύτωμα των χωριών, Αμπελόφυτο (Μουρσαλή), Κυδωνιά (Κοτσαλάρ) και Κλειστό (Μουσγαλή), είναι από τα πρώτα σε μια αλυσίδα μαρτυρικών τόπων από τους ναζί το φθινόπωρο του 1941.

Τα χωριά αυτά βρίσκονταν στην ανατολική πλευρά της οροσειράς των Κρουσίων μεταξύ των χωριών Ποντοκερασιάς και Ελληνικού.

Στις 6 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα παραβιάζουν τα σύνορα της πατρίδας μας και του νομού μας (Κιλκίς) από το χωριό Ακρίτα, όπου σύμφωνα με μαρτυρίες έχουμε και τους πρώτους νεκρούς.

Οι συμπατριώτες μας αντιδρούν άμεσα και οργανώνουν τον αγώνα τους ενάντια στον κατακτητή. Στα τέλη του Ιουλίου ιδρύεται η πρώτη ανταρτοομάδα στην ηπειρωτική Ελλάδα, ο  «Αθανάσιος Διάκος», με αρχηγό τον Χρήστο Μόσχο, (καπετάν Πέτρο) αργότερα, από την Χαλκιδική, δάσκαλο στην Μαυροπλαγιά και έφεδρο αξιωματικό, υπαρχηγό τον Γιάννη Καριοφύλη (Στάθης) από τα Πορρόια Σερρών και σύνδεσμό με το ΜΓ  (Μακεδονικό Γραφείο)  του ΚΚΕ τον Χρήστο Αποστολίδη (Κεραυνός).

Ο «Αθανάσιος Διάκος» δραστηριοποιείται κυρίως στον ορεινό όγκο των Κρουσσίων του νομού Κιλκίς.  Τα τρία χωριά Αμπελόφυτο, Κυδωνιά και Κλειστό βρέθηκαν στο επίκεντρο των διεργασιών, συγκρότησης και δραστηριοποίησης του. Στα χωριά αυτά συγκροτήθηκε επιτροπή που ανέλαβε την τροφοδοσία των ανταρτών. Μεταξύ άλλων στελέχη της ανταρτοομάδας ήταν και ο Βασίλης Πετρίδης, από το Κλειστό, που ορίσθηκε στρατιωτικός υπεύθυνος, ο Παύλος Κοτσαλίδης,  από την Κυδωνιά, πολιτικός υπεύθυνος και ο Μελίτης Αθανασιάδης, από το Κλειστό, υπεύθυνος εφοδιασμού.

Οι δύο πρώτοι είναι ανάμεσα στους 96 εκτελεσθέντες.

Η δράση του «Αθανασίου Διάκου» προκάλεσε τις πρώτες απώλειες στην περιοχή στη  Βερμάχτ, ανθρώπινες και υλικές.

Ενδεικτικά αναφέρουμε:

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1941 ανατίναξε τη σιδηροδρομική γέφυρα Μουριών Κιλκίς, της γραμμής Θεσσαλονίκης – Αλεξανδρουπόλεως.

Στις 22 Σεπτέμβρη  στήνει ενέδρα στο 62ο χλμ του δρόμου Θεσσαλονίκης – Σερρών σε γερμανικό φορτηγό και σκοτώνει τους δύο Γερμανούς και τραυματίζει τους δυο Έλληνες συνοδούς τους. Περιποιήθηκαν τους Έλληνες τραυματίες και τους άφησαν ελεύθερους Χαρακτηριστικά ήταν τα λόγια που τους είπε ο καπετάν Πέτρος. «Πατριώτες οι Έλληνες με τους Έλληνες. Με τους Γερμανούς κανένας Έλληνας». Λαφυραγώγησαν τον οπλισμό και έκαψαν το αυτοκίνητο.

Είναι γνωστό πως οι Γερμανοί είχαν δυστυχώς και Έλληνες συνεργάτες. Ο σταθμάρχης χωροφυλακής της περιοχής ενημερώνει τα γερμανικά φρουραρχεία στο Κιλκίς, Λαχανά και Θεσσαλονίκη, ότι σύμφωνα με  «ασφαλείς» πληροφορίες τα χωριά Αμπελόφυτο, Κυδωνιά και Κλειστό «λειτουργούν» σαν βάσεις των ανταρτών και οι κάτοικοι κατέχουν όπλα και συμμετέχουν στις αντάρτικες ομάδες.

Οι Γερμανοί κατακτητές αντιδρούν με πρωτοφανή βαρβαρότητα. Στόχος τους είναι να καταπνίξουν κάθε αντιστασιακή εκδήλωση δια πυρός και σιδήρου, να σκορπίσουν τον τρόμο και να κάνουν την αγριότητα και βαρβαρότητα πολιτικό και στρατιωτικό επιχείρημα.

Οι ναζιστικές δυνάμεις αμέσως οργανώνουν το απάνθρωπο έγκλημα τους.

Στις 25 Οκτωβρίου του 1941 ημέρα Σάββατο φθάνουν ισχυρές μηχανοκίνητες δυνάμεις των ΕΣ ΕΣ και των ταγμάτων θανάτου  και κυκλώνουν από μακριά σε δυο ζώνες την περιοχή και τα χωριά.  Οι χιτλερικοί  εισβάλουν ταυτόχρονα και στα τρία χωριά. Μαζί τους έχουν και κατοίκους από τα Θεοδόσια και το Ελληνικό, σαν προστατευτική ασπίδα.    Αποστολή τους, να μην αφήσουν τίποτα όρθιο και να σκοτώσουν τον ανδρικό πληθυσμό.  Χωρίς χρονοτριβή ερευνούν τα σπίτια και διαχωρίζουν τον ανδρικό πληθυσμό από τα γυναικόπαιδα, στα οποία δίνουν προθεσμία μιας ώρας να εγκαταλείψουν τα χωριά και να πάνε στο Λαχανά. Χωρίς καθυστέρηση μαζεύουν τον ανδρικό πληθυσμό από 15 χρονών και πάνω, τους εκτελούν. Ισοπεδώνουν και τρία χωριά.

Στο Αμπελόφυτο και Κυδωνιά εκτελούν τους άνδρες στις πλατείες των χωριών. Δέκα κάτοικοι από το Ίσωμα που βρίσκονταν στην Κυδωνιά εκτελέστηκαν μαζί με τους κατοίκους του χωριού.   Στο Κλειστό τους βάζουν μέσα στην εκκλησία και αρχίζουν να την γκρεμίζουν με δυναμίτες. Όσοι πετάγονται έξω για να γλιτώσουν θερίζονται στην κυριολεξία από τους γερμανούς. Εκτελεσθέντες 96 πατριώτες. Καίνε και τα τρία χωριά, δεν αφήνουν όρθια πέτρα, τα ισοπεδώνουν.

Το τριπλό ομαδικό έγκλημα των χιτλεροφασιστών δημίων εντασσόταν στην τρομοκράτηση και στην πολιτική των λεγομένων αντιποίνων.

Ένα blog του Βλάση Αγτζίδη ,  ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟ της ανατίναξη γερμανικής αμαξοστοιχίας τον Αύγουστο του 1944, στα Στενά του Μουχαρέμ Χάνι της Έδεσσας,

Υπήρξε ένας από τους πιο σκληρούς, συγκλονιστικούς και επιτυχημένους αγώνες, που έδωσε ο ηρωϊκός ΕΛΑΣ κατά των κατακτητών, στα μαύρα χρόνια της Ναζιστικής Κατοχής της πατρίδας μας. Ήταν στις αρχές Αυγούστου 1944 η περίφημη μάχη στα στενά του Μουχαρέμ Χάνι, βόρεια της Έδεσσας, ανάμεσα στα βουνά Καϊμακτσαλάν και Βέρμιο, με αποτέλεσμα την  εξουδετέρωση 640 γερμανο-ιταλών φασιστών εισβολέων και ντόπιων συνεργατών τους, ενώ εκατοντάδες ήταν οι τραυματίες και πάνω από 270 οι αιχμάλωτοι.

Στο σημείο που σμίγουν δυο βουνά της Μακεδονίας, το Καϊμάκτσαλάν και το Βέρμιο, είναι η τοποθεσία που ονομάζεται Μουχαρέμ Χάνι. Το στενό αυτό οδικό και σιδηροδρομικό πέρασμα, 14 χιλιόμετρα δυτικά της Έδεσσας, πλάϊ στη λίμνη του Οστρόβου, επέλεξε ο ΕΛΑΣ για να επιτεθεί ανατινάζοντας γερμανική αμαξοστοιχία που μετέφερε πολεμικό υλικό και συνοδευόταν από ισχυρό στρατιωτικό τμήμα το οποίο εξολοθρεύτηκε στη μάχη που ακολούθησε.

H ονομασία της περιοχής

Η περιοχή, σύμφωνα με μία εκδοχή, ονομάσθηκε Μουχαρέμ-χάνι, γιατί εκεί σκοτώθηκε ο Τούρκος στρατηγός Μουχαρέμ και χάνι διότι όλη η τοποθεσία είναι κλειστή και μοιάζει σαν ένα μεγάλο υπαίθριο χάνι. Μια στενωπός ανάμεσα σε δυο βουνά γύρω στα τριακόσια με τετρακόσια μέτρα το ένα απ’ το άλλο, που τα διαχωρίζει μια μικρή  πεδιάδα. Όμως, κατά τον γνωστό Εδεσσαίο λογοτέχνη Μάρκο Μέσκο, στην περιοχή, που την περιγράφει ως «ένα παρατεταμένο λαιμό», λειτουργούσε όντως Χάνι. Και όπως έγραψε:

«Πολλά τα χάνια στα χώματά μας. Το χάνι όμως του Τουρκαλβανού Μουχαρέμ κανείς δεν το 'φθανε. Ήταν βλέπεις, κι ο τόπος, η θέση σταυρός, τέσσερις δρόμοι. Καϊμακτσαλάν, Καρακάμεν, Καϊλάρια, Βοδενά. Αν συνεχίσεις τον σταυρό θα βρεθείς στην Πόλη, στα Γιάννινα, στα Μπιτόλια, στη Σαλονίκη. Μέρα και νύχτα κάποιος με το ζωντανό του θα πέσει στο δίχτυ, θα τον φιλέψει ο Μουχαρέμ, θα βάλει στο ζώο του να φάει και να ξεκουραστεί».

Τις πρώτες μέρες του Αυγούστου 1944, η ηγεσία του αντιστασιακού κινήματος είχε την πληροφορία ότι σοβαρές γερμανικές δυνάμεις θα κινούνταν από το Μοναστήρι της τότε Γιουγκοσλαβίας και σήμερα ΠΓΔΜ προς τη Θεσσαλονίκη. Οι παρτιζάνοι του Τίτο, είχαν φράξει το δρόμο υποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα, μέσω Γιουγκοσλαβίας και οι Ναζί, που είχαν αρχίσει σιγά-σιγά να τα μαζεύουν από τη χώρα μας, καθώς έβλεπαν να πλησιάζει η συντριβή τους, στράφηκαν προς τη Θεσσαλονίκη για να αναζητήσουν άλλη διέξοδο.

Στόχος του ΕΛΑΣ οι φάλαγγες των Γερμανών

«Οι μετακινούμενες φάλαγγες των Γερμανών, ήταν για μας ένας καλός στόχος», έγραψε αργότερα ένα από τα κορυφαία στελέχη του 30ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, ο Θανάσης Μητσόπουλος.
Έτσι, τη νύχτα της 31ης Ιουλίου προς 1η Αυγούστου 1944, τμήμα σαμποτέρ αυτού του Συντάγματος, ενισχυμένο και με τμήμα του εφεδρικού ΕΛΑΣ της περιοχής, ανατίναξε τη σιδηροδρομική γραμμή ανάμεσα στα χωριά Ριζά και Πετριά, κοντά στην Έδεσσα, τη στιγμή που περνούσε μία εχθρική αμαξοστοιχία, με συνέπεια να καταστραφεί τμήμα της γραμμής, η ατμομηχανή και 3 βαγόνια του τρένου.

Αυτή ήταν ίσως η πρόβα, για τα μεγάλα χτυπήματα κατά των Ναζί που επρόκειτο να ακολουθήσουν από τους αντάρτες του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ).

Τρεις μέρες αργότερα, τα τμήματα του 30ου Συντάγματος, ενισχυμένα και με αντάρτες του 1ου Τάγματος του 16ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, στήνουν ενέδρα και ναρκοθετούν τη σιδηροδρομική γραμμή στα στενά του Μουχαρέμ Χάνι, για να χτυπήσουν μία γερμανική αμαξοστοιχία που είχαν πληροφορία ότι επρόκειτο να περάσει κατάφορτη με στρατιωτικά αυτοκίνητα και πολεμικό υλικό.
   
Μία περιγραφή της μάχης στην εφημερίδα Ελευθερία

Στην πρώτη επέτειο από τις μάχες του ΕΛΑΣ στο Μουχαρέμ Χάνι, είχε δημοσιευθεί στην εκδιδόμενη τότε στη Θεσσαλονίκη, ημερήσια εφημερίδα Ελευθερία, που ήταν δημοσιογραφικό όργανο της Επιτροπής Περιοχής Μακεδονίας-Θράκης του ΕΑΜ, η εξιστόρηση κάποιου ανώνυμου αναγνώστη, ο οποίος σύμφωνα με την περιγραφή που έκανε και τα στοιχεία που έδινε, θα πρέπει να ήταν παρών στις επιθέσεις των ανταρτών του ΕΛΑΣ κατά των κατακτητών. Όπως έγραφε:

Τη νύχτα στις 2-3 Αυγούστου 1944 υπονομεύεται η γραμμή και στήνεται η ενέδρα στο Μουχαρέμ Χάνι. Στις 3 Αυγούστου τα ξημερώματα, φαίνεται από το βάθος να κατεβαίνει μία αμαξοστοιχία από τη Φλώρινα. Σε λίγο, ένας τρομερός κρότος συντάραξε τον αέρα, η αμαξοστοιχία σαν πούπουλο τινάχτηκε ψηλά και κόβεται στη μέση. Μόνο 2-3 βαγόνια με τη μηχανή κατορθώνουν να ξεφύγουν, μα τα υπόλοιπα μένουν ακίνητα. Οι Γερμανοί που ήταν μέσα κατορθώνουν και κατεβαίνουν, πιάνουν θέσεις στα υψώματα και μας χτυπούν σαν δαιμονισμένοι.

Αρχίζει μία σκληρή και άγρια μάχη. Οι αντάρτες μας με την αφάνταστη ορμή τους, εκτοπίζουν τους Γερμανούς, σκαρφαλώνουν στα βαγόνια και βάζουν φωτιά. Εκείνη τη στιγμή όμως φθάνουν στον εχθρό για ενίσχυση, θωρακισμένα αυτοκίνητα, κι έτσι αναγκάζονται να συμπτυχθούν, αφού ξάπλωσαν νεκρούς 30 Γερμανούς, έκαψαν την αμαξοστοιχία και πήραν λάφυρα 5 οπλοπολυβόλα, 30 όπλα και άλλα πυρομαχικά. Δικές μας απώλειες, 2 νεκροί αντάρτες και 6 τραυματίες.

Η αφήγηση του αντάρτη Νίκου Κουγιουμτζή

Ένας από τους ΕΛΑΣίτες αντάρτες που έλαβαν μέρος σ’ εκείνη την επιχείρηση, ήταν ο Νίκος Κουγιουµτζής από την Κορμίστα Σερρών, ο οποίος ύστερα από την καταστροφή του χωριού του και τις ομαδικές εκτελέσεις από τους Βούλγαρους κατακτητές, μετά την εξέγερση της Δράμας, στις 28 Σεπτεμβρίου 1941, αφού περιπλανήθηκε στον κάμπο της Θεσσαλονίκης, κατέφυγε στο όρος Πάϊκο, όπου κατατάχθηκε αντάρτης στο 30ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, που είχε φτάσει να έχει δύναμη 2.500 μαχητών.

Όπως αφηγήθηκε για την ανατίναξη του τρένου στο Μουχαρέµ Χάνι:

«…Το σχέδιο της επιχείρησης για την ανατίναξη του τρένου στο Μουχαρέµ Χάνι, καταστρώθηκε από τους επιτελείς καπεταναίους, όπως ο Συνταγµατάρχης Καπετάν Στάθης, του 30ου Συντάγµατος. ∆όθηκε διαταγή και κινήσαµε από το Πάϊκο. Περάσαµε στην Καρατζόβα και βγήκαµε στην Κερασιά κι από 'κει στην Παναγίτσα. Η δικιά µας διµοιρία, που αριθµούσε 28 άνδρες, πήρε διαταγή να πάει στο Γραµµατίκοβο (σημερινό Γραµµατικό). Ανεβήκαµε το Βέρµιο και στρατοπεδεύσαµε εκεί. Ήταν Αύγουστος µήνας του 1944, αν θυµάµαι καλά. Παραµονή της επιχείρησης, µας καθοδήγησαν µε ποιο τρόπο θα φτάσουµε στην τοποθεσία, όπου θα γινόταν η ανατίναξη του τρένου. Για τον ίδιο σκοπό, ακόµη µια διµοιρία από άλλο Σύνταγµα, που είχε έδρα την Παναγίτσα, συµµετείχε κι αυτή.
Ξεκινήσαµε νύχτα και αξηµέρωτα φτάσαµε στον προορισµό µας. Ακροβολιστήκαµε, θυµάµαι, σ' ένα σηµείο, όχι πολύ µακριά από τις ράγες του τρένου που διασχίζουν τη µικρή κοιλάδα του Μουχαρέµ Χάνι. Εκεί βρήκαµε προστασία σ' ένα στρογγυλό, τσιµεντένιο, µικρό οχυρό. Έµοιαζε κάτι σαν ασβεσταριά. Μάλιστα έγραψα και τ' όνοµά µου, εκείνες τις ατέλειωτες ώρες της ενέδρας. Θα χτυπούσαµε, µας είπαν, ένα εµπορικό τρένο φορτωµένο µε γερµανικό στρατιωτικό υλικό και πολεµοφόδια.

Τα χαράµατα, ακούσαµε το σφύριγµα του τρένου. Είπαµε, αυτό είναι, τώρα θα γίνει το µεγάλο µπαµ. Τα «λουκούµια», δηλαδή τα µπαρούτια και οι δυναµίτες, ήταν τοποθετηµένα από πολλή ώρα πριν κάτω από τις ράγες και η άκρη από το σύρµα που ένωνε τα εκρηκτικά χάνονταν στο βαθύ ρουµάνι. Η μηχανή του  τρένου πέρασε χωρίς να γίνει το παραµικρό. Πέρασε και το πρώτο βαγόνι, κι ύστερα κι άλλο, τίποτα. Αυτό που έγινε κοµµάτια, πρέπει να ήταν το τέταρτο κατά σειρά βαγόνι. Η µηχανή µε δυο βαγόνια αποκόπηκε από το συρµό και συνέχισε το δρόµο της. Τα υπόλοιπα βαγόνια εκτινάχθηκαν στον αέρα σαν πεπονόφλουδες. Η έκρηξη ήταν πολύ ισχυρή. Κοµµάτια από τις ράγες εκσφενδονίζονταν εδώ κι εκεί. Απ' ότι µπόρεσα να διακρίνω σ' εκείνο το χαλασµό, είδα κορµιά ανάσκελα διαµελισµένα, κι άλλα µπρούµυτα, κι έναν Γερµανό τραυµατία να σέρνεται πλάι στο ανάχωµα. Αυτόν τον περιµαζέψαµε και τον πήραµε αιχµάλωτο.

Ο ήλιος έπιασε κιόλας δυο µπόγια και η διµοιρία µας αντάµωσε την άλλη διµοιρία και τραβήξαµε για την Παναγίτσα. Στην επιχείρηση αυτή σκοτώθηκαν αρκετοί δικοί µας, όπως ο συγχωριανός µου Τσακίρης Γιώργος και ο αδελφός του Τσακίρης Σίµος. Τους άλλους δεν τους θυµάµαι.

Ύστερα από λίγες µέρες, πάρθηκε απόφαση να χτυπήσουµε κι’ άλλο τρένο. Η επιχείρηση πραγµατοποιήθηκε, αλλά εγώ δε συµµετείχα λόγω τραυµατισµού. Ένα τραύµα από τα εφτά που είχα µε ταλαιπωρεί ακόµα, µιας και το βλήµα «περπατά» ασταµάτητα στο δεξί µου πόδι.

Ο καπετάνιος του 30ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ

Όμως οι αντάρτες του ΕΛΑΣ δεν περιορίζονται σ’ εκείνη τους την επιτυχία, αλλά αποφασίζουν να καταφέρουν ακόμη μεγαλύτερο χτύπημα στους Γερμανούς κατακτητές, πριν αυτοί σηκώσουν κεφάλι, και μάλιστα στο ίδιο σημείο που είχε γίνει το πρώτο σαμποτάζ. Η επιχείρηση οργανώνεται για τα ξημερώματα της 6ης Αυγούστου 1944. Τον όλο συντονισμό της, αναλαμβάνει η διοίκηση του Κλιμακίου της Χης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ από τους αντισυνταγματάρχη Διονύση Καράντζο,  (Μελά) και Χρήστο Μόσχο (Πέτρο). Επίσης μετέχει στην επιχείρηση η διοίκηση του 30ου Συντάγματος που αποτελούνταν από τον ταγματάρχη Φώτη Ζησόπουλο (Παππού) και τον πολιτικό επίτροπο Γιάννη Καριοφύλλη (Στάθη). Συμμετέχει και ομάδα κομάντος, με επικεφαλής το σύνδεσμο της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής στο 30ο Σύνταγμα, ταγματάρχη Τζακ Τζόνσον.

Όπως εξιστόρησε παραστατικά ο Θανάσης Μητσόπουλος:

«Στις 3:30 το πρωί, ακούστηκε μία τρομακτική έκρηξη και η αμαξοστοιχία τινάχτηκε στον αέρα. Τα βαγόνια πετάχτηκαν τρίζοντας έξω από τις ράγες. Ακολούθησε σκληρή και πεισματική μάχη από βαγόνι σε βαγόνι με τη γερμανοϊταλική φρουρά που συνόδευε την αμαξοστοιχία.

Η μάχη κράτησε περίπου μία ώρα. Ο εχθρός συντρίφτηκε ολοκληρωτικά. 160 στρατιώτες και αξιωματικοί του εχθρού σκοτώθηκαν. Πιάσαμε 60 αιχμαλώτους. Η αμαξοστοιχία (2 ατμομηχανές, 28 βαγόνια, 2 σκευοφόρες, 6 αυτοκίνητα και 8 κάρα βλητοφόρα) πυρπολήθηκε ολόκληρη. Η συγκοινωνία διακόπηκε 24 ώρες. Πήραμε λάφυρα: 3 βαριά πολυβόλα, 4 οπλοπολυβόλα και ατομικό οπλισμό με άφθονα πυρομαχικά. Επίσης, άφθονο υγειονομικό υλικό και χειρουργικά εργαλεία ολόκληρου ορεινού γερμανικού χειρουργείου, και 22 μουλάρια ειδικού φόρτου που γλύτωσαν από τη φωτιά.

Την ίδια μέρα, λίγο πιο πέρα από το μέρος που ανατινάχθηκε και κάηκε η αμαξοστοιχία αυτή, τμήματά μας χτύπησαν και δεύτερη γερμανική θωρακισμένη αμαξοστοιχία που έσπευσε σε ενίσχυση της πρώτης. Τα τμήματα κάλυψης της επιχείρησης, καθήλωσαν τη θωρακισμένη αυτή αμαξοστοιχία και την ανάγκασαν να γυρίσει πίσω».

Για τη σημαντική εκείνη επιτυχία των ανταρτών του ΕΛΑΣ, τη μεγαλύτερη ίσως που σημειώθηκε σε όλη τη χώρα την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης κατά των κατακτητών, έγραψε η εφημερίδα του ΕΑΜ Μακεδονίας-Θράκης Ελευθερία, στην επέτειο ενός έτους από τη διεξαγωγή της:

«Το νέο καρτέρι, στήθηκε στο ίδιο μέρος, 200 μόλις μέτρα πιο πάνω από την προηγούμενη θέση. Σ’ αυτή μας την επιχείρηση πήραν μέρος και 40 Αγγλοαμερικανοί κομάντος, με επικεφαλής τον Νοτιοαφρικανό λοχαγό Κράνικ.

Το πρωί της 5ης προς 6η Αυγούστου 1944, μία τεράστια αμαξοστοιχία τραβάει αγκομαχώντας από το πολύ φορτίο το δρόμο του θανάτου. Το τρένο φθάνει, μόνο 20 μέτρα έμειναν, τώρα ένα μέτρο ακόμη, ένα χιλιοστό. Μια τεράστια αγωνία μας καταλαμβάνει όλους μας. Και να, μία φλόγα ανεβαίνει στον ουρανό. Βροντές, αστραπές, ουρλιαχτά πόνου, κραυγές απελπισίας, κομμάτια από χέρια, πόδια, κεφάλια τινάζονται ψηλά. Οι ηρωϊκοί αντάρτες μας μεσ’ στην αντάρα της μάχης και τον χαλασμό, χτυπάνε αλύπητα τους Ούνους, τρέχουν με αφάνταστη ορμή, πηδούν στα βαγόνια, χτυπούν, τσακίζουν κάθε αντίσταση και πιάνουν αιχμαλώτους όσους δεν βρήκε ο Χάρος στην τρομερή αυτή συμφορά.  175 πτώματα μετρήθηκαν, και πιάστηκαν 63 αιχμάλωτοι στη φοβερή αυτή σύγκρουση, ενώ πήραμε λάφυρα 40 μουλάρια, 235 όπλα, πολλά πιστόλια, φαρμακευτικό υλικό μιας Μεραρχίας,  εργαλεία  δύο χειρουργείων, πολύ ιματισμό και άλλα είδη.

Για τη μεγάλη μας αυτή επιτυχία, το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, έστειλε συγχαρητήρια για την ανδρεία και την τόλμη που έδειξαν οι αντάρτες…».

Στη μάχη του Μουχαρέμ Χάνι, έλαβαν μέρος το 2ο Τάγμα του 30ου Συντάγματος, με διοικητή τον καπετάν Κατσώνη, το 1ο Τάγμα του 16ου Συντάγματος με διοικητή τον καπετάν Μαύρο και το 3ο Τάγμα του 53ου Συντάγματος με διοικητή τον Σεραφείμ Καρασάββα. Στην επιχείρηση πήρε επίσης μέρος και ο διοικητής της 10ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Χρήστος Μόσχος (καπετάν Πέτρος).


Περικλής Σελίδης (Διοβουνιώτης): Η μάχη στο Βέρμιο

Την άλλη μέρα 30 Απριλίου ήρθε διαταγή από το αρχηγείο Βερμίου που αρχηγοί ήταν ο καπετάν Πέτρος, το πραγματικό ήταν Μόσχος Χρίστος, βέβαια το όνομα του το έμαθα αργότερα. Ήρθε διαταγή να πάμε στο χωριό Περαία κοντά στη λίμνη του Οστρόβου για εμφανίσεις. (...) Μπήκαμε μέσα στο χωριό εις φάλαγγα κατά τριάδες ο κόσμος μόλις μας είδε με βήμα κανονικό και άκουγε και τα τραγούδια που λέγαμε μας χειροκροτούσε και από συγκίνηση δάκρυζαν τα μάτια τους. (...)

Σε δύο (2) ημέρες ήρθε πάλι διαταγή να πάμε στο χωριό Μεσόβουνο και στις 3 του Μάη (...) Εκεί μας χωρίσανε σε ομάδες· εμένα με πήρε στην ομάδα του ο Τίγρης -αυτό ήταν το ψευδώνυμό του- και εμένα με βάφτισε με το ψευδώνυμο Διοβουνιώτης. (...) Το βράδυ ήρθανε και άλλα συγκροτήματα από το Πάικο, Καϊμακτσαλάν και από τα Κρούσια Κιλκίς με τους καπετανέους Στάθη Καραγιώργη και από Κουτσούφλιανη, Ακρίτα, Κολοκοτρώνη και έγινε το αρχηγείο Βερμίου με αρχηγό τον καπετάν Πέτρο. (...). Όπως μάθαμε αργότερα οι Γερμανοί κύκλωναν το Βέρμιο και θα κάνανε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και εμείς είμασταν οι περισσότεροι άοπλοι και αυτά τα όπλα που είχαμε ήταν με λίγες σφαίρες και παλιά Λέπελ, Μάλιχνερ, ιταλικά και γερμανικά και μερικοί ατομικούς όλμους και τέσσερα πολυβόλα και λίγα οπλοβολυβόλα και όσο για τρόφιμα, από λίγο ψωμί. Και ψείρα μπόλικη. (...)

Ήταν 5 Μαΐου και αφού βαδίζαμε δυτικά στην πλαγιά του Βερμίου και όλο έβρεχε και είμασταν μούσκεμα και όσοι φορούσαμε σκαρπίνια, όπως εγώ, και παλιά (παπούτσια), όλα φύγανε από τα πόδια μας και περπατούσαμε ξυπόλητοι. (...) Ο κάμπος ήταν πλημμυρισμένος από την πολλή βροχή. Τα πόδια μας από κάτω πληγώσανε όσοι είμασταν ξυπόλητοι. (...) Ξημερώματα σε κάτι υψωματάκια του Σινιάτσικου, κάπου κοντά από το χωριό Ποντοκώμη, οι Γερμανοί μας πήρανε είδηση και ήρθανε να μας χτυπήσουν. (...)

Η πρώτη μάχη που έλαβα μέρος αλλά ούτε και δείλιασα καθόλου, διότι από την εξάντληση, τα πόδια πληγωμένα και νηστικοί όπου είμασταν δύο μέρες, το είχαμε πάρει απόφαση και εξάλλου είμασταν εθελοντές δεν μας επιστράτευσαν με το ζόρι. Στην μάχη αυτή είχαμε μόνο έξι (6) αγνοούμενους, οι Γερμανοί είχαν δεκαοκτώ (18) θύματα και είκοσι πέντε (25) τραυματίες διότι μάχονταν όρθιοι. Αυτές ήταν οι πληροφορίες από την πολιτική οργάνωση Κοζάνης. (...) Μόλις ξημέρωσε στις 8 Μαΐου κατά το μεσημέρι μας φέρανε από τα χωριά εκεί κοντά που ήταν ψωμί και τυρί και φάγαμε λίγο όσο για να συνέλθουμε. (...) Κατά τις οκτώ η ώρα φθάσαμε σε κάτι μαντριά. (...) Ο κτηνοτρόφος έβαλε τους τσοπάνους του και έσφαξαν έξι (6) πρόβατα και τα βράσανε και φάγαμε χωρίς ψωμί διότι το ψωμί που είχανε οι τσοπαναραίοι ήταν για μια μέρα, όσο να περάσουν αυτοί, ύστερα ήταν που εμείς είμασταν κοντά τριακόσιοι (300) αντάρτες ίσως και παραπάνω που δεν θα έφτανε ούτε για μυρωδιά. (...) Το δέρμα το κάναμε τσαρούχια για να φορέσουμε όσοι είμασταν ξυπόλητοι. (...)

Κοντά στο μεσημέρι, 9 Μαΐου, φθάσαμε έξω από το χωριό Βλάστη. (...) Μπήκαμε εις φάλαγγα κατά τριάδες μπροστά οι ντυμένοι με χακί και πίσω οι ξυπόλητοι με τα πολιτικά και τελευταία μια διμοιρία πάλι με χακί και με τραγούδια μπήκαμε στο χωριό. Ο κόσμος βγήκε στα πεζοδρόμια και στα μπαλκόνια και μας χειροκροτούσε. Εκεί ήταν και το συγκρότημα του καπετάν Υψηλάντη και αφού μας διαμοιράσανε στα σπίτια και καθίσαμε μια νύχτα και μια μέρα μας κάνανε τιρλίκια σαν τσαρούχια από βελέντζες για τους ξυπόλητους. Την άλλη μέρα, 12 Μαΐου '43, πήγαμε στο χωριό Πελεκάνο. Μπαίνοντας, βλέπουμε να έρχονται τρία αυτοκίνητα. Οι πιο παλιοί μας είπαν ότι είναι αυτοκίνητα του ΕΛΑΣ. Και πράγματι τον δημόσιο δρόμο από Σιάτιστα - Νεάπολη μέχρι και το Βογατσικό το κατείχε ο ΕΛΑΣ από τις αρχές του 1943. (...) Στη Νεάπολη, το βράδυ είδαμε να έρχονται δύο αγγλικά αεροπλάνα και να ρίχνουν διάφορα πολεμοφόδια και ρούχα και άρβυλα, στο χωριό Αγίαζμα. Εκεί ντυθήκαμε και όσοι ήταν άοπλοι οπλίστηκαν, και από εκεί πήγαμε στο χωριό Σκαλοχώρι. (...) Εκεί καθίσαμε περίπου τέσσερις μήνες σε φυλάκια. Φυλάκια γράφω διότι απ' την άλλη μεριά του Αλιάκμονα ήταν η Καστοριά με Ιταλούς και η Χρούπιστα -νέο όνομα Αργος Ορεστικό- ήταν κομιτατζήδες και τυραννούσαν τον κόσμο. Εκεί μάθαμε και άλλα τραγούδια. Ένα από αυτά και το «Πάψετε να προσκυνάτε»:

Πάψετε να προσκυνάτε άρχοντες για βασιλιά./ Σύντροφοι εσείς οι εργάτες διώξτε αυτά τα σκυλιά. / Στους κάμπους βροντάει το κανόνι και στα βουνά κεραυνοί. / Εμπρός επαναστάσεις/ ζήτω βοά του λαού η φωνή / Όρκοι μας θα 'ναι το δρεπάνι, πίστη μας θα 'ναι το σφυρί. / Ορκο καθένας ας κάνει τούτα πιστά να κρατεί. / Περάσαν εκείνα τα χρόνια και ήρθαν νέοι καιροί./ Τρίζουν γκρεμίζονται θρόνοι νέα ζωή προχωρεί.

Στις αρχές Ιουλίου '43 -δεν θυμάμαι ακριβώς ημερομηνία- είμασταν στο φυλάκιο έξω από το χωριό Ασπροκκλησιά (...) το απόγευμα κατά τις 5 η ώρα ήρθε ο καπετάν Κολοκοτρώνης καβάλα σε ένα άλογο και δύο της οργανώσεως, που ήταν και σύνδεσμοι από την Χρούπιστα και δύο γαϊδουράκια φορτωμένα με αυτόματα Στάερ, χειροβομβίδες και πυρομαχικά. (...) Αφού συνταχτήκαμε και με μέτωπο προς αυτόν, μας λέει συναγωνιστές απόψε θα έχουμε ένα μικρό πανηγύρι, αλλά πολύ επικίνδυνη αποστολή, μπορεί και να μην γυρίσουμε πίσω, και γι' αυτό όποιος είναι άρρωστος είτε έχει βήχα είτε τελοσπάντων, φοβάται ας βγει να το πει διότι δεν μπορεί να έχουν την ίδια καρδιά όλοι, αλλά κανένας δεν βγήκε, όλοι μαζί φωνάξαμε θα πάμε. (...)

Κατά το βασίλεμα του ήλιου ξεκινήσαμε. Σουρούπωσε και φθάσαμε στο ποτάμι μας είπε ο καπετάν Κολοκοτρώνης να βγάλουμε τα άρβυλα και τις κάλτσες και να τα ρίξουμε όλοι εκεί σε ένα θάμνο μέσα και αφού πρώτος έβγαλε και έριξε τα δικά του, και μας είπε όποιοι είναι τυχεροί και γυρίσουν με το καλό, τα παίρνουν. (...) Από ένα στενό μονοπάτι μπήκαμε μέσα στην Χρούπιστα και ο οδηγός μας πήγε στο κτίριο που ήταν οι Κομιτατζήδες, οι λεγόμενοι Οχρουνίταις και πριν μας πάρει είδηση ο σκοπός τον πιάσαμε και αφού τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης πώς θα μπούμε μέσα, διότι η πόρτα ήταν κλειστή, είπε ότι επάνω ήταν ο υπαξιωματικός της αλλαγής όταν έρθει η ώρα φέρνει τον άλλον και με αλλάζει, και πάλι κλείνει την πόρτα, και τα κλειδιά τα έχει ο ίδιος. (...) Μας είπε ο Κολοκοτρώνης εμπρός από το σπασμένο τζάμι θα μπούμε μέσα και πρώτος μπαίνει ο ίδιος. (...) Μας λέει μόλις ανεβούμε επάνω και πατήσω το πόμολο της πόρτας και ανοίξω την πόρτα όλοι μαζί θα φωνάξουμε «ψηλά τα χέρια» αν κάνουν πως παίρνουν τα όπλα τους θα πυροβολήσουμε αλλά όχι στο ψαχνό για να τους πιάσουμε ζωντανούς, και αφού ανεβήκαμε επάνω και μπήκαμε μέσα φωνάζοντας «ψηλά τα χέρια» και αυτός που ήταν της αλλαγής διάβαζε περιοδικό μόλις μας είδε, από τον φόβο του έπεσε το περιοδικό από τα χέρια του αλλά μερικοί ξύπνησαν και ψαχούλιζαν να πάρουν τα όπλα τους και να πυροβολήσουν. Όπως και πρόλαβαν και τραυμάτισαν δύο δικούς μας, τον Μπότσαρη στην δεξιά ωμοπλάτη και έναν πρώην χωροφύλακα ξυστά στο κεφάλι. Ο αρχηγός τους όπως πήρε το πιστόλι να πυροβολήσει, ένας δικός μας αντάρτης, ο Πετρίτσης -δεν ξέρω αν ήταν το πραγματικό όνομα- του άρπαξε το χέρι και το έστριψε τόσο δυνατά που έπεσε το πιστόλι. Τότε τον καθάρισε και εμείς θερίζαμε με τα Στάερ. (...) Όλοι οι Κομιτατζήδες που ήταν στο κτίριο ήταν δεκαεπτά (17), δηλαδή μια ομάδα έντεκα (11) άτομα και οι υπόλοιποι ήταν οι αρχηγοί τους. (...) Και έτσι τελείωσε ο αιφνιδιασμός, είχαμε δύο τραυματίες· εμείς πιάσαμε, δύο αιχμαλώτους, πήραμε λάφυρα δύο χότσκες οπλοπολυβόλα, δύο αραβίδες Μάλινχερ, τέσσερα αυτόματα Ιταλικά και πιστόλια. Αφού τελείωσε το πανηγύρι και είχε μαζευτεί κόσμος έξω από το κτίριο, βγήκε στο μπαλκόνι ο Κολοκοτρώνης και φώναξε ποιος είναι ο υπεύθυνος της πόλης να πάει να φέρει ένα σχοινί να φθάσει μέχρι το μπαλκόνι. (...) Έδεσε στο κάγκελο του μπαλκονιού και μας είπε εμπρός από εδώ θα κατεβούμε όλοι. (...)
Οι Ιταλοί μπήκανε μέσα στην πόλη και πήγαν στην πλατεία στο κτίριο και είδαν το σχοινί ανέβηκαν και είδαν τους σκοτωμένους θαυμάζανε και έλεγαν «μπόνο Παρτιζάν Γκρέκο». Θαυμάζανε πως από το σχοινί ανεβήκαμε και τους καθαρίσαμε και δεν μας πήραν χαμπάρι. (...)

Και δυο λόγια για τους Κομιτατζήδες Οχρανίτες που πολεμούσαμε διότι οι σημερινοί νέοι δεν ξέρουν τι ήταν αυτοί. Ήταν Βούλγαροι φασίστες και ήταν μαζί με τους Γερμανούς, Ιταλούς και Παοτσήδες και ήθελαν να οργανώσουν τους Σλαβομακεδόνες της περιοχής και να προσαρτήσουν την Μακεδονία στην τότε φασιστική Βουλγαρία και αρχηγός τους ήταν ο Κάλτσεφ, αυτοί ήταν οι Οχρανίτες. Και όταν παραδώσαμε τα όπλα και μετά, οι τότε κυβερνήσεις και δοσίλογοι προδότες μας κυνηγούσαν, μας έδερναν μέσα στα μπουντρούμια, στα ξερονήσια και στα στρατοδικεία, μας φώναζαν Οχράνα, Βούλγαροι και ένα σωρό άλλα. Αλλά αυτά ας τα αφήσω· ανήκουν στα μετέπειτα σκληρά χρόνια και να συνεχίσω για τις μάχες. (...)

Στις 15 Ιουλίου 1943 είμασταν στο χωριό Ασπροκλησσιά. (...) Ο παρατηρητής με τα κυάλια φωνάζει, ότι βλέπει μια φάλαγγα Ιταλών που έρχονται από το Αργος Ορεστικό (...) ήταν άνω από χίλιοι. (...)
Ο καπετάν Πέτρος (...) τότε αμέσως παίρνει δύο αντάρτες με αυτόματα και (...) πιάνουν ένα υψωματάκι στα εκατό μέτρα από τους Ιταλούς και τους άρχισαν από τα πλάγια και εμείς κατά μέτωπο.

Το βάλαν στα πόδια αλλά και εκεί που πήγαιναν να περάσουν από την γέφυρα τους θέριζε η διμοιρία του Παπαφλέσσα και αφού τελείωσε η μάχη χωρίς να έχουμε κανένα θύμα ούτε και τραυματία. Οι Ιταλοί είχανε πολλά θύματα, τριανταδύο (32) μετρήσαμε εμείς που ήταν σε γυμνό μέρος, και δεκαέξι (16) έπιασε η διμοιρία του καπετάν Παπαφλέσσα και επί δέκα (10) ημέρες οι χωρικοί που πήγαιναν να θερίσουν τα στάρια τους έβρισκαν σκοτωμένους Ιταλούς. (...)

Πηγή: emfilios


Αφήγηση - Μαρτυρία του Καπετάν Πέτρου (Χρίστου Μόσχου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου