23 Σεπ 2021

Παρουσίαση του βιβλίου της Αντωνίας Ζεβόλη- Νταουντάκη "Εμείς θα ζήσουμε" την Κυριακή 26 Σεπτέμβρη 2021 στις 11.30 το πρωί στον πεζόδρομο της Κασσανδρείας

Την Κυριακή 26 Σεπτέμβρη 2021 στις 11.30 το πρωί, θα γίνει παρουσίαση του βιβλίου της Αντωνίας Ζεβόλη- Νταουντάκη "Εμείς θα ζήσουμε", στον πεζόδρομο της Κασσανδρείας.

«Εγώ δεν είμαι ιστορικός για να γράψω ιστορία με το μολύβι. Ό,τι έζησα το έζησα με το σώμα, με την καρδιά, με την ψυχή. Έτσι τα ξέρω και έτσι τα λέω. Για ό,τι δεν έζησα εγώ, ας μιλήσει η ιστορία». Έλεγε η Ντόρα.

Κι έπιασε η ιστορία μολύβι και χαρτί και ζωγράφισε, μαζί με την οικογένεια Παραθυρά, τις πιο φοβερές στιγμές της. Μερικές καλά κρυμμένες, κουκουλωμένες για χρόνια πολλά, ξεκινώντας από το «μακελειό της Βάλτας» τον Φλεβάρη του ΄44, πηγαίνοντας πίσω στην επανάσταση του 1821 στη Χαλκιδική, περνώντας από τους Βαλκανικούς πολέμους στην περιοχή της Μακεδονίας, μπαίνοντας ανάμεσα σε Βενιζελικούς και Κωνσταντινικούς στον εθνικό διχασμό, ξεσκεπάζοντας την παράδοση του Ρούπελ και την ομηρία του 4ου Σώματος Στρατού στο Γκέρλιτς στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, παίρνοντας μια μικρή ανάσα στην απελευθέρωση από τη Γερμανική κατοχή του ΄41- ’44 κι αμέσως μετά ξεσκίζοντας τις σάρκες της  στον εμφύλιο πόλεμο, βογκώντας στα ξερονήσια, κραυγάζοντας, την κάθε αυγή, μαζί με τον ανθό της ελληνικής νεολαίας στα εκτελεστικά αποσπάσματα, για να καταλήξει στην Απριλιανή χούντα και στο σήμερα, φωνάζοντας πως το σήμερα είναι γέννημα του χθες και το αύριο εγγόνι του.

Γράφει η Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη για το βιβλίο της Αντωνίας Ζεβόλη-Νταουντάκη «Εμείς θα ζήσουμε» (Εκδόσεις "Εύμαρος"):

Η Ιστορία κάθεται πάντα μπροστά από έναν μεγάλο αργαλειό, και υφαίνει. Την ζωή της. Χρόνια, αιώνες, χιλιετίες, αναμειγνύεται ανάμεσα στους ανθρώπους, ψηλαφεί τα συναισθήματα, τα πάθη και την πορεία τους, και υφαίνει. Ή: Η Ιστορία γράφει. Καθισμένη μπροστά από ένα μεγάλο τραπέζι, με το λευκό χαρτί να ξετυλίγεται μπροστά της, πιέζει την γραφίδα της επάνω του και γράφει. Τα πάντα. Ανεξίτηλα. Όχι, μην ανησυχείτε. Δεν της ξεφεύγει ποτέ, τίποτε. Διαλέξτε όποια από τις δύο εικόνες θέλετε.

Στην δική μου φαντασία, όταν ολοκλήρωσα την ανάγνωση του συγκλονιστικού βιβλίου με τον τίτλο «Εμείς θα ζήσουμε» (εκδόσεις Εύμαρος) της Αντωνίας Ζεβόλη-Νταουντάκη, για το οποίο θα σας μιλήσω σήμερα, σχηματίστηκαν και οι δύο. Ίσως, και μερικές εικόνες παραπάνω: Διότι η Ιστορία επίσης, πονάει. Ματώνει. Στήνεται στα δέκα μέτρα, και εκτελείται. Κι ύστερα ξαναγεννιέται, και πάλι ζει. Η Ιστορία είναι πανταχού παρούσα. Την κουβαλούν μαζί τους και μέσα τους οι άνθρωποι. Ακόμη και της διπλανής πόρτας.

Τι γίνεται στην ευτυχή συγκυρία όπου ένας τέτοιος άνθρωπος, της «διπλανής πόρτας», κι ένας συγγραφέας, συμπράττουν σε αγαστή συνεργασία για να φέρουν στο φως την ιστορία του πρώτου ως παρακαταθήκη όχι μόνο για τους νέους σήμερα, αλλά, σε τελευταία ανάλυση, και για την χώρα ολόκληρη; Η ιστορία της Ελλάδας είναι γεμάτη από αγώνες, ηρωισμό, θυσίες και αυταπάρνηση. Αλλά και γεμάτη από διχασμούς και προδοσίες…

Όταν λοιπόν διάβασα για πρώτη φορά το βιβλίο «Εμείς θα ζήσουμε», με θέμα την ιστορία της 91χρονης σήμερα Ντόρας Παραθυρά από την Χαλκιδική και της οικογένειάς της, συγκλονίστηκα. Με την δεύτερη ανάγνωση μονάχα, κατάφερα να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις και τα συναισθήματα που με κατέκλυζαν. Διότι η αφήγηση του συγκεκριμένου βιβλίου δεν προβάλλει απλά, και μόνο, και αδιάφορα την ιστορία μιας οικογένειας. Καταγράφει, βγαλμένη μέσα από  το πετσί, θα ’λεγε κανείς, των μελών της, με το αίμα τους, με την καρδιά τους, και με τρόπο καθηλωτικό, την ιστορία ολόκληρης της νεότερης και της σύγχρονης Ελλάδας. Συνδυάζει με πρωτοφανή τρόπο το προσωπικό με το συλλογικό. Κι αποτελεί ένα υβριδικό έργο, που χωρίς να είναι μυθιστόρημα, (αφού δεν διαθέτει ίχνος μυθοπλασίας), αλλά ούτε και δοκίμιο, ξετυλίγει ένα αφήγημα βιογραφικό, ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό ταυτόχρονα, το οποίο αναδεικνύεται μοναδικό στο είδος του στα ελληνικά χρονικά.

Η διήγησή του ξεκινά μερικούς μήνες πριν από την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, τον Φεβρουάριο του 1944, κι εξαπλώνεται τόσο στο μέλλον, στον αιματηρό Εμφύλιο που ακολούθησε, όσο και στο απώτερο παρελθόν της χώρας μας από την επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα. Κι ας αγκαλιάζει – άλλη μια μοναδικότητα που το διακρίνει – μονάχα την μια πλευρά, το ένα πολιτικό «στρατόπεδο» των Ελλήνων, μια και μονίμως σ’ αυτή τη χώρα είμαστε διαιρεμένοι σε (τουλάχιστον) δύο στρατόπεδα, διχόνοια που πάντοτε αποδεικνύεται μοιραία. Διότι η κυρία Ντόρα Παραθυρά και η οικογένειά της, δεν ανήκουν στους νικητές του Εμφύλιου σπαραγμού. Ανήκουν στους ηττημένους. Σ’ εκείνους που μετά τον πόλεμο (τον Β’ Παγκόσμιο και  τον Εμφύλιο) γέμισαν τις φυλακές και τα ξερονήσια μέχρι τον καιρό της Μεταπολίτευσης, που ακολούθησε την πτώση της Χούντας, το 1974. Ανήκουν στους ανθρώπους της Αριστεράς.

Ο Αρίσταρχος Παραθυράς, ο πατέρας της κυρίας Ντόρας Παραθυρά, ήταν ένας άνθρωπος του οποίου οι πρόγονοι διακρίθηκαν ως μέλη της Φιλικής  Εταιρείας στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και στον αγώνα κατά των Τούρκων στη Μακεδονία, ο ίδιος συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο κι αιχμαλωτίστηκε, οι δύο γιοί του εκτελέστηκαν, ο πρώτος, ο Μιλτιάδης, ως μέλος της ΕΠΟΝ κατά την διάρκεια της Κατοχής από τους Γερμανούς, και ο δεύτερος, ο Ρήγας, ως αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού από τον ελληνικό κυβερνητικό στρατό την περίοδο του Εμφυλίου, ενώ, τέλος, στη συνέχεια, η υπόλοιπη οικογένειά του διώχθηκε, από την πλευρά των νικητών, απηνώς.

Όχι, δεν πρόκειται για κανένα ανάγνωσμα εμφυλιοπολεμικής ή άλλης προπαγάνδας με ξύλινο λόγο. Αυτό που εντυπωσιάζει τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή, είναι η επιτυχέστατη, κατ’ εμέ, απόπειρα της συγγραφέως να παντρέψει τα γεγονότα, προσωπικά κι ευρύτερα ιστορικά, αποδιπλώνοντάς τα με λόγο δωρικό, λιτό, αλλά και άμεσο, και κινηματογραφικά γλαφυρό ταυτόχρονα, με την μειλίχια σοφία της μετριοπάθειας που πρεσβεύει την αγάπη, τον σεβασμό και την συγγνώμη προς τον συνάνθρωπο, και με βλέμμα που ατενίζει το μέλλον με εξαιρετική διορατικότητα. Το βιβλίο, βαδίζει πάνω σε πολλά τεντωμένα σχοινιά, ιστορικά, προσωπικά και πολιτικά, και  βρίσκει σε όλα την ισορροπία με θαυμαστό τρόπο. Σκοπός του, με την αφήγηση τόσο του Μεγάλου Διχασμού των  αρχών του 20ού αιώνα, όσο και των δεινών που υπέστη η μια εκ των δύο πλευρών του Εμφυλίου σπαραγμού του 1946-49, δεν είναι να διχάσει, αλλά να ενώσει τους Έλληνες, οι οποίοι πρέπει επιτέλους να διδαχθούν από την ιστορία τους.

Το προλογικό σημείωμά της συγγραφέως, είναι αποκαλυπτικό: «Συνήθως τα ιστορικά γεγονότα τρέχουν παράλληλα ή διασταυρώνονται με τις προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων. Εδώ, Ιστορία και πρόσωπα είναι ένα και το αυτό, σφιχτά δεμένα, αξεδιάλυτα μεταξύ τους. Δεν μπορείς να γράψεις για το ένα χωρίς ταυτόχρονα να καταγράφεται και το άλλο, και αυτό σημαίνει πολύ ψάξιμο, διάβασμα γνώση και τεκμηρίωση», μας λέει στις σελίδες 10 και 11. «Ξεκίνησα και δεν ήξερα πού να βουτήξω την πένα μου για να γράψω. Να την βουτήξω στο αίμα; Αρκετό χύθηκε τότε. Δεν μπορείς να το αγνοήσεις, αλλά δεν ήθελα να είναι μόνο αυτό που θα μείνει από το βιβλίο. Να την βουτήξω στο κίτρινο της χολής; Και το μίσος περίσσεψε τότε. Δεν πρέπει να είναι το πρόσωπο ή το άλλοθι του σήμερα. Αποφάσισα να την βουτήξω στους χυμούς της ζωής».

Σε ολόκληρο το βιβλίο, μέσα από τις θυσίες, το αίμα και τον θάνατο, ξεπηδά ξανά και πάντα η ζωή, και η θέληση των ανθρώπων να ζήσουν. Ασφαλώς και η ιστορία των μελών της οικογένειας Παραθυρά θα πρέπει να απαίτησε από την Αντωνία Ζεβόλη-Νταουντάκη την ενδελεχή αναδίφηση μέσα στην γενικότερη ιστορία της Ελλάδας. Ακόμη και την αποκάλυψη (όχι, δεν ξεφεύγει ποτέ τίποτε από την Ιστορία) γεγονότων φοβερών και «παραχωμένων», «πνιγμένων» και «κουκουλωμένων», τα οποία ουδέποτε κανείς μας, έμαθε.

Κι εδώ αναφέρομαι πολύ συγκεκριμένα στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Όταν τσακώνονται τα τσομπανόσκυλα ο λύκος τρώει τα πρόβατα», όπου αποκαλύπτεται η άγνωστη στο ευρύ κοινό αιχμαλώτιση, την άνοιξη του 1916, κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ολόκληρου του ελληνικού Τέταρτου Σώματος Στρατού (επτά χιλιάδων ανδρών μαζί με τους αξιωματικούς τους) από τους Γερμανούς, και η αποστολή του στην πόλη Γκέρλιτς της Γερμανίας, όπου και παρέμεινε επί τρία ολόκληρα χρόνια, μέχρι την λήξη του πολέμου. Αιτία γι’ αυτό το τρομερό γεγονός, ο Μεγάλος Διχασμός στην Ελλάδα της εποχής εκείνης. «Έτσι τα λέει η Ιστορία κι εμένα δεν μου πέφτει λόγος, πέφτει όμως στον πατέρα που τα έζησε και τα πλήρωσε με τρία δραματικά χρόνια ομηρίας στη ζωή του», μας λέει η κυρία Ντόρα Παραθυρά για τον πατέρα της, δια στόματος της συγγραφέως, στην σελ. 41.

Συγκλονιστικά είναι και τα κεφάλαια που περιγράφουν το τέλος της γερμανικής Κατοχής το 1944, τις μέρες πριν από το δεύτερο αντάρτικο, και τα πάθη του Εμφυλίου. Όπως σε ολόκληρο το βιβλίο, έτσι κι εδώ το προσωπικό αντανακλά το συλλογικό, ζωντανεύοντας στα μάτια του αναγνώστη αποστομωτικές ιστορίες, και εικόνες που σπάνια έως καθόλου έχουν βρει το δρόμο τους στο χαρτί. Η κινηματογραφική γλαφυρότητα της περιγραφής της Αντωνίας Ζεβόλη-Νταουντάκη και η αδιάπτωτη προσπάθειά της να εστιάσει αποκλειστικά στον ανθρώπινο πόνο και τα βάσανα χωρίς επιθετικότητα εναντίον καμιάς πλευράς, κερδίζει τις εντυπώσεις, και καθιστά το βιβλίο της εμβληματικό. Εξάλλου, η αφιέρωση στην δεύτερη σελίδα, («Σε όλους, γιατί το σήμερα είναι γέννημα του χθες, και το αύριο εγγόνι του») αποτελεί ένα από τα επιτυχέστερα αποφθέγματα συγγραφέα που έχω διαβάσει ποτέ.

Το «Εμείς θα ζήσουμε», είναι μόλις το δεύτερο βιβλίο της Αντωνίας Ζεβόλη-Νταουντάκη, μετά την «Φαμέγια», η οποία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη το 2014. Η λογοτεχνική της πένα όμως αναδεικνύεται ήδη περίσσια, και πολλά υποσχόμενη για το μέλλον. Και το παρόν πόνημά της, θα πρέπει να διαβαστεί από όλους τους Έλληνες, όλων των πολιτικών αποχρώσεων, και προπαντός από τους νέους, αν θέλουμε ποτέ να μάθουμε την ιστορία της Ελλάδας πραγματικά, και να διδαχθούμε από αυτήν, χωρίς «εκπτώσεις»…

Γράφει η Αλεξάνδρα Χριστακάκη (5/10/2020), αναφερόμενη σε παλαιότερη παρουσίαση του βιβλίου:

«Οφειλή στον Πέτρο Κακολύρη και στις εκδόσεις "Εύμαρος", μιας και μιλάμε αυτές τις ημέρες για καταδίκη του φασισμού. 

Πρόκειται για το βιβλίο της Αντωνίας Ζεβόλη Νταουντάκη "Εμείς θα ζήσουμε".

Θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα. Όμως δυστυχώς δεν είναι... Και αυτό το καθιστά τραγωδία. Είναι η προφορική αληθινή ιστορία της οικογένειας Παραθυρά από την Χαλκιδική, όπως την αφηγήθηκε στην συγγραφέα η κόρη που απέμεινε από την πολυμελή οικογένεια. Εμείς θα ζήσουμε, αναφωνούν όσοι επέζησαν από εκτελέσεις, βασανιστήρια, εξορίες, κυνηγητό, φυλακίσεις, εικονικές εκτελέσεις, διώξεις, πείνα και φτώχεια. Θα ζήσουμε κόντρα στην επιθυμία εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που θέλουν να εξαφανίσουν όσους αντιστέκονται και έχουν αξιοπρέπεια. Θα ζήσουμε γιατί είμαστε νέοι. Θα ζήσουμε γιατί είναι οφειλή στα αδέλφια μας που εκτελέστηκαν στην Κατοχή και στον Εμφύλιο από τους συνεργάτες των Ναζί. Θα ζήσουμε, θα ερωτευτούμε, θα κάνουμε απογόνους, θα σπουδάζουμε, θα τραγουδήσουμε, θα χαρούμε την ζωή που μας την ακρωτηρίασαν. Θα μπορούσε να είναι η ζωή πολλών αριστερών, κομμουνιστών, προοδευτικών ανθρώπων που θέλησαν να ζήσουν με όνειρα, όραμα και κοινωνική δικαιοσύνη. Όμως εδώ σε μια οικογένεια συμπυκνώνεται η Ιστορία της Ελλάδας και πολλές τραγωδίες μαζί. Ο δάσκαλος πατέρας που βρέθηκε να περνά την νιότη του ως όμηρος στο στρατόπεδο Γκερλιτς των Γερμανών στον Α Παγκόσμιο πόλεμο, από το οχυρό Ρούπελ που υπηρετούσε, που επηρεάστηκε από την Ρόζα Λούξεμπουργκ και τους Σπαρτακιστές, αυτός που στην Κατοχή βίωσες την εκτέλεση του ΕΠΟΝίτη 20χρονου μεγαλύτερου γιου του και την δική του εικονική εκτέλεση πάνω από τον μαζικό τάφο του παιδιού του και συγχωριανών του.

Τον συναντάμε στο Εμφύλιο εξόριστο στην Μακρόνησο με τον μικρότερο γιό του και τις δύο του κόρες  .Και εκεί που λες τελειώσαν τα βάσανα, βιώνει  και δεύτερη εκτέλεση του άλλου του παιδιού ,του 22χρονου μειλίχιου Αντάρτη,ο οποίος το 1951,χαράματα, μαζί με τον Νικηφορίδη, χωρίς να προλάβουν την Αμνηστία, εκτελέστηκε... Να μην απαριθμήσω τις τραγωδίες της οικογένειας. Θα τις διαβάσετε. Θέλω να πω τούτο: Χωρίς να είναι σενάριο η ιστορία της οικογένειας αυτής είναι ταυτισμένη με την ιστορία της Ελλάδας που αντιστέκεται. Από την επανάσταση του 1821 στην Χαλκιδική, στους Βαλκανικούς πολέμους στην Μακεδονία, στον Εθνικό Διχασμό, στην παράδοση του Ρούπελ, στην γερμανική Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, τα ξερονήσια, την Χούντα. Όσοι αντιστέκονται, πληρώνουν βαρύ τίμημα. Όμως έτσι γεννιέται το καινούργιο. Η συγγραφέας συνέβαλε στην ιστορική μνήμη. Έμαθα γεγονότα που δεν ήξερα, όπως για το στρατόπεδο Γκερλιτς, ξεκαθάρισα το.. Μακεδονικό και τους Βαλκανικούς και Υποκλίνομαι στον ανιδιοτελή αγώνα όλων εκείνων που δεν λύγισαν μπροστά στο αίμα του παιδιού τους, στην απώλεια, στον θάνατο. Μάθημα και για μας. Τι είναι πρόβλημα, με τι παθαίνουμε κατάθλιψη και πως στεκόμαστε στους σημερινούς πολιτικούς διαχειριστές της ζωής μας...

Κρατάω την επιμονή της κόρης Παραθυρά" Θα ζήσω και θα ερωτευθώ Μακρονησιώτη, όμορφο και μορφωμένο. Δηλαδή, κάποιον που να έχει αξίες και να παλεύει διαρκώς για γνώση και κοινωνική δικαιοσύνη. Ε, αν είναι και όμορφος, ευπρόσδεκτος. Προσυπογράφω. Ευχαριστώ πολύ τον Πέτρο και την κ. Νταουντάκη. Πολύτιμη ιστορική συνεισφορά.»

Ο Κύρκος Αικατερινάρης γράφει: 

«Εμείς θα ζήσουμε»

Μια συγκλονιστική ιστορία σε δύσκολους -και πάλι- καιρούς για την Χαλκιδική.

Όσο προχωρούσα στην ανάγνωση του βιβλίου «Εμείς θα ζήσουμε» της Αντωνίας Ζεβόλη – Νταουντάκη (εκδ. «Εύμαρος»), τόσο περισσότερο είχα την αίσθηση ότι πολλά από τα επεισόδιά του τα είχα ζήσει κι εγώ. Στην πραγματικότητα έρχονταν στην μνήμη μου όσα κατά καιρούς μου διηγιόταν η γιαγιά μου Ουρανία. Τότε τα θεωρούσα παιδικά παραμύθια ή γνωστούς μύθους με σκληρούς δράκους και θύματα αθώους ανθρώπους. Τα παιδιά άλλωστε πάντα απωθούν τις μαύρες σκέψεις των μεγάλων, πάντα θέλουν να βρίσκονται μακριά από τις σκληρές και σκοτεινές περιόδους της Ιστορίας.
Όταν λοιπόν έφτασα στις σελίδες του βιβλίου, όπου η γιαγιά μου μετά την γερμανική κατοχή μνημονευόταν και για τη μετέπειτα στάση της στη Μακρόνησο, όπου εκτοπίστηκαν πολλές Χαλκιδικιώτισες, ξεκαθάρισα πολλά γεγονότα. Στον αφηγηματικό λόγο της Ντόρας όπου καταγράφονταν οι περιπέτειες της οικογένειας Παραθυρά, από τον Α΄ παγκόσμιο μέχρι και το τέλος του Εμφυλίου, θαρρείς και ξαναδιάβασα την νεότερη ελληνική Ιστορία.

Σ αυτή την αίσθηση με οδήγησε πρωτίστως η υποδειγματική μεταγραφή των γεγονότων από την Αντωνία Ζεβόλη. Είναι η ίδια που ωθεί με τον τρόπο της όσους ανθρώπους βίωσαν ίδιες, παρεμφερείς ή και παράλληλες καταστάσεις να τις ανακαλέσουν στη μνήμη τους, να συνθέσουν την ιστορική συλλογική μνήμη. Πολλοί απ’ αυτούς ίσως θα αφηγούνταν ιστορίες που θυμίζουν “Κολοκοτρώνηδες”, “Βελουχιώτηδες” κι όσους κατηγορήθηκαν ως εχθροί της πατρίδας, παρά την ενεργό συμμετοχή τους σε αγώνες για την υπεράσπισή της και την διασφάλιση της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και του πολιτισμού της.

Παράλληλα η συγγραφέας αποτυπώνει με ακρίβεια και την καθημερινότητα της οικογένειας: τις δυσκολίες, τα όνειρα, τους πόθους και τις ελπίδες των γονιών αλλά και των παιδιών. Ήταν η δύσκολη εποχή όπου οι λέξεις έχαναν συχνά το νόημά τους… Κάποιοι μπέρδευαν σκοπίμως τους ρόλους του θύματος και του θύτη, βάφτιζαν τους «προσκυνημένους» πατριώτες και τανάπαλιν…

Στο βιβλίο της Ζεβόλη η αφήγηση της Ντόρας, φίλης και συναγωνίστριας της γιαγιάς μου Ουρανίας, παίρνει τις διαστάσεις μιας πραγματικής όσο και συγκλονιστικής ιστορίας, που συναντάει κανείς σπάνια ακόμα και σε κινηματογραφικά σενάρια. Ο πατέρας της Ντόρας, ο Χαλκιδικιώτης δάσκαλος Αρίσταρχος Παραθυράς, κατατάχθηκε στο Δ΄ Σώμα Στρατού με έδρα την Καβάλα, τη στιγμή που μόλις ξεκινούσε στην πατρίδα ένας ακόμη εμφύλιος σπαραγμός, ανάμεσα στους οπαδούς του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου και σ’ εκείνους του εκλεγμένου νωρίτερα Πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Ως απάντηση στις διαφορές τους στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, τουτέστιν της επιλογής συμμαχίας με τον ένα ή τον άλλο από τους δύο αντιμαχόμενους αντιπάλους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η «φιλοβασιλική» κυβέρνηση αποφάσισε το 1916 την παράδοση και την εκτόπιση 6.000 ανδρών του Δ΄ Σώματος στο Γκέρλιτς της Γερμανίας. Μαζί με τον Αρίσταρχο βρέθηκαν εκεί και πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης που αργότερα διέπρεψαν. Εκεί μπολιάστηκαν με τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, αυτά που γεννούσαν ελπίδες για καλύτερη ζωή.

Ο Αρίσταρχος γύρισε στην Ελλάδα γεμάτος όνειρα και σκέψεις. Οι καταστάσεις που ακολούθησαν κατά τον Μεσοπόλεμο, με εξαίρεση το πρώτο διάστημα (Α΄ Ελληνική Δημοκρατία), δεν ήταν ευνοϊκές για την διακίνηση ιδεών, ωστόσο τα παιδιά του πρόλαβαν να μυηθούν σ’ αυτές. Δεν ήταν τυχαίο ότι ανάμεσα στους δεκάδες εκτελεσθέντες από τους Γερμανούς κατακτητές στο «Μακελειό της Βάλτας» το Φλεβάρη του 1944, ήταν και ο πρωτότοκος γιος του Μιλτιάδης.

Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία της Ντόρας για τη σύλληψη και τη θανάτωσή του. Το ίδιο και για την αδελφή της Τασούλα, η οποία μετά τον εγκλεισμό της στου «Παύλου Μελά» στάλθηκε και σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, αρχικά στο Ravensbrück (Ράβενσμπρικ) στο οποίο οι κρατούμενοι ήταν σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες και κατόπιν στο Sachsenhausen (Ζάξενχάουζεν), με τους δικούς της να αγνοούν την τύχη της. Ακολούθησε ο αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος, κατά τον οποίο οι τρεις αδελφές και ο μεσαίος γιος Χρήστος φυλακίστηκαν μαζί με τον πατέρα, για να εκτοπιστούν στη συνέχεια στα ξερονήσια. Το τίμημα της αποφυλάκισής τους αποδείχτηκε ασήκωτα βαρύ για την οικογένεια: ένας ακόμη θάνατος. Η εκτέλεση του μικρότερου γιου Ρήγα, μαζί με τον φιλειρηνιστή Νίκο Νικηφορίδη στο Γεντί Κουλέ το Μάρτη του 1951, ανέδειξε σημειολογικά και τις οικογενειακές τραγωδίες πολλών άλλων.

Γίνεται εν τέλει αντιληπτό ότι πολλά απ’ όσα αφηγήθηκε η Ντόρα και επεξεργάστηκε με ευαισθησία και λογοτεχνική επιδεξιότητα η Αντωνία Ζεβόλη – Νταουντάκη, αποτελούν για πολλές οικογένειες κοινές εμπειρίες ζωής. Έτσι άλλωστε τα συνέδεσα κι εγώ με τις αφηγήσεις της γιαγιάς μου, όταν προσπαθούσε να μου μεταλαμπαδεύσει τις πραγματικές αξίες της ζωής.

Θεσσαλονίκη, 23 Αυγούστου 2020.

Κύρκος Ι. Αικατερινάρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου